- Λαονόμη
- Λαονόμηfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Λαονόμῃ — Λαονόμη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λαονόμην — Λαονόμη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λαονόμης — Λαονόμη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Laonome — LAONŎME, es, Gr. Λαονόμη, ης, des Guneus Tochter und Gemahlinn des Alcäus, mit welcher er den Amphitryo zeugete. Pausan. Arcad. c. 14. p. 478 … Gründliches mythologisches Lexikon
Φενεός — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 920 μ.) του ομώνυμου νομού Κορινθίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (23 τ. χλμ.). Οφείλει το όνομά του στην αρχαία πόλη της Αρκαδίας, που βρισκόταν στη βόρεια όχθη της ομώνυμης λίμνης, κάτω από το όρος Κυλλήνη. Ο Όμηρος… … Dictionary of Greek